- πλαγιαστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο γερμένος πλάι, που έχει πλάγια θέση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαγιαστός — ή, ό, Ν [πλαγιάζω] 1. ο γερμένος προς τα πλάγια, λοξός, γυρτός 2. (για πρόσ.) ξαπλωμένος 3. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) πλαγιαστά με πλάγια κλίση, λοξά, πλαγίως … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
ανακαθιστός — ή, ό [ανακαθίζω] 1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. ως ουσ. ο ανακαθιστός χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν … Dictionary of Greek
κατάκλιτος — η, ο (Α κατάκλιτος, ον) [κατακλίνω] νεοελλ. 1. ο πλαγιαστός 2. φρ. «κατάκλιτο πλοίο» το πλοίο που γέρνει επικίνδυνα προς τη μία του πλευρά λόγω βλάβης ή τρικυμίας αρχ. 1. (για θερινά ενδύματα) αυτός που πέφτει στο σώμα ανάλαφρα, ο ευρύχωρος («καὶ … Dictionary of Greek
καταποδιαστός — ή, ό 1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω 2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»). επίρρ... καταποδιαστά 1. χωρίς σταμάτημα 2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ξαπλωτός — ή, ό [ξαπλώνω] ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, πλαγιαστός. επίρρ... ξαπλωτά ξάπλα, σε κατάκλιση … Dictionary of Greek